header image

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ FORCE ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΥΜΒΑΣΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΒΕΛΓΙΟΥ, ΓΑΛΛΙΑΣ, ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ

ΦΟΡΕΑΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ: ΙΝΕ-ΟΤΟΕ

Συντονισμός προγράμματος και εκπόνηση μελέτης

    Σάββας Ρομπόλης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Επιστημονικός ΔιευθυντήςΙΝΕ/ΓΣΕΕ

    Νίκος Γεωργαράκης Κοινωνιολόγος, Ειδικός Επιστήμονας Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).

    Χαράλαμπος Φραγκούλης Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου Πανεπιστημίου Παρισίων (Nanterre), στέλεχος                                             
    Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης – Κατάρτισης (Τορίνο)

Συμμετέχοντες: J. P. Deliege, L. M. Luttringer, T. Wiltgen

Τα θέματα διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού και ειδικότερα αυτά που συνδέονται με την ικανότητα προσαρμογής στις εντεινόμενες οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις, αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα των προβληματισμών και των αναζητήσεων για τη χάραξη πολιτικών τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ΙΝΕ/ΟΤΟΕ με αφετηρία αυτούς τους προβληματισμούς, ανέλαβε την ευθύνη να συντονίσει και να συμβάλλει, στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος FORCE, στην εκπόνηση μελέτης με κεντρικό πυρήνα τα προβλήματα που παρουσιάζει η χάραξη συμβασιακής πολιτικής σε θέματα κατάρτισης στον τομέα των τραπεζών.

Βασική πρόταση της μελέτης αποτελεί η διαπίστωση ότι η συμβασιακή πολιτική στο χώρο των τραπεζών μπορεί και πρέπει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου και των μηχανισμών για την ικανοποίηση των πιεστικών αναγκών κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού. Έτσι το τραπεζικό σύστημα με ευελιξία και αυξημένη αποτελεσματικότητα, είναι σε θέση να προσαρμόζεται στις νέες απαιτήσεις του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Απ΄ αυτή την άποψη η μελέτη αναδεικνύει: α. τα όρια και τις προϋποθέσεις που οδηγούν στην εγκατάλειψη της παραδοσιακής πολιτικής διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων στον τομέα των Τραπεζών, και β. υπογραμμίζει το ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η συμβασιακή πολιτική στη μετάβαση προς ένα νέο πρότυπο οργανικής ένταξης της κατάρτισης στις σχέσεις εργασίας και στη συνολική στρατηγική του τραπεζικού κλάδου και των επιμέρους επιχειρήσεων. Παράλληλα, δεδομένου ότι η μελέτη αφορά στο σύνολο του προσωπικού στον τραπεζικό τομέα, ο κατ΄ εξοχήν αποδέκτης των αποτελεσμάτων της είναι οι φορείς διαμόρφωσης συμβασιακής πολιτικής στο χώρο των τραπεζών.

Προς την κατεύθυνση αυτή, από τη μελέτη προκύπτει η αναγκαιότητα να αναδειχθεί η ΟΤΟΕ σε κεντρικό φορέα σχεδιασμού, προγραμματισμού και ανάληψης συγκροτημένων πρωτοβουλιών, ώστε να υιοθετηθούν και αναπτυχθούν στον τραπεζικό κλάδο δεσμεύσεις, όπως: - ανάπτυξη συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου σε κλαδικό επίπεδο, το οποίο θα αποτελέσει κινητήριο μοχλό για την προώθηση του κοινωνικού διαλόγου σε επίπεδο επιχείρησης σε θέματα εκπαίδευσης και κατάρτισης ανθρώπινου δυναμικού - ανάπτυξη συστηματικότερων μορφών συνεργασίας των δύο κοινωνικών μερών σε ζητήματα επαγγελματικής κατάρτισης, στο πλαίσιο της επιτροπής κοινωνικού διαλόγου, που προβλέπει η Σ.Σ.Ε - δημιουργία τράπεζας πληροφοριών και ευρωπαϊκού δικτύου για την υποστήριξη και τεκμηρίωση του διαλόγου σε θέματα κατάρτισης, σε συνεργασία με αντίστοιχους συνδικαλιστικούς φορείς άλλων ευρωπαϊκών χωρών - ενθάρρυνση σταθερών μορφών συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών σε θέματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, μεταξύ συνδικαλιστικών στελεχών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Παράλληλα πρέπει να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που παρέχει για την ανάπτυξη συναφούς συμβασιακής πολιτικής ο θεσμός των ευρωπαϊκών επιτροπών επιχείρησης. Απ’ αυτή την άποψη, η μελέτη αποτελεί, εκτός των άλλων σημαντικό μεθοδολογικό εργαλείο δεδομένου ότι παρέχει πλούσιο προβληματισμό για το σχεδιασμό πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης καθώς και τη χάραξη βασικών στρατηγικών επιλογών για την ανάπτυξη συμβασιακής πολιτικής για την επαγγελματική κατάρτιση στις Τράπεζες.

Το γεγονός ότι τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τις υποθέσεις εργασίας της μελέτης αναφέρονται κυρίως στη χρονική περίοδο πριν το 1994 δεν μειώνει στο ελάχιστο το ενδιαφέρον των προβληματισμών που αναπτύσσονται σ’ αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη συμβάλλει όχι μόνο στην ανάπτυξη ενός γόνιμου και δημιουργικού διαλόγου στον κλάδο μας, σε θέματα της επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά επιπλέον προσανατολίζει τις πρακτικές μας επιλογές σε κατευθύνσεις που αναβαθμίζουν το ρόλο της συνδικαλιστικής παρέμβασης. Θεωρούμε ότι με την έκδοση της μελετητικής αυτής προσπάθειας, το ΙΝΕ/ΟΤΟΕ συμβάλλει στην επίτευξη του προαναφερόμενου στόχου.

Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω τους επιστημονικούς συνεργάτες του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ, Σ.Ρομπόλη, Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου - Επιστημονικό Διευθυντή ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Χ. Φραγκούλη, Δρ. Εργατικού Δικαίου, στέλεχος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης - Κατάρτισης που εδρεύει στο Τορίνο και Ν. Γεωργαράκη, Κοινωνιολόγο Ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνων για τη συνεργασία και τον αποτελεσματικό τρόπο με τον οποίο συνέβαλαν στο συντονισμό των εργασιών, στην εκπόνηση και την τελική παρουσίαση αυτής της μελέτης. Επίσης θα πρέπει να τονίσω τη σημαντική συμβολή των συνεργατών μας από τις άλλες χώρες της εταιρικής σχέσης, για τη σαφήνεια και πληρότητα με την οποία διετύπωσαν τις εμπειρίες τους. Ευχαριστώ, τέλος ιδιαίτερα όλους εκείνους τους συνεργάτες, ορατούς και αφανείς συντελεστές της δουλειάς μας, που χωρίς την υποστήριξη τους, δεν ήταν δυνατή η παρούσα έκδοση.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΛΑΚΚΑΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΙΝΕ/ΟΤΟΕ